Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιτρισμός — λιτρισμός, ὁ (ΑM) [λιτρίζω] ο υπολογισμός ή η μέτρηση ενός βάρους σε λίτρες … Dictionary of Greek
λιτρισμόν — λιτρισμός delivery by weight masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)